
Μύρισαν λιβανιές.
Κάποιος κοιμάται
κι η αγάπη του απ’ τα χώματα
χτενάκια παραχώνει στις φύτρες των μαλλιών της.
Λιβανιές μύρισαν.
Ούτε ο ύπνος τώρα πια στέκει αναμεσίς
σκούρο παραβάν που επιτρέπει μόνο τη σκιά.
Χρόνια έχουν που έμειναν σιωπηλοί.
Αυτός της φέρνει μες στη χούφτα κλωναράκι λεϊμονιάς και ξασπρισμένα άνθια.
Μπόλικο χώμα.
Χώμα της πάει για ότι πρέπει να ριζώσει.
Εκείνη του ψήνει πάλι έναν καφέ
κι απ’ το καϊμάκι του κρεμάει δήθεν κατά λάθος το φιλί.
Στραγγίζει καλά-καλά όλα της τα παράπονα και κάθεται αντίκρυ.
Τι όμορφα που τραγουδούν
κι αλαμπρατσέτα πάνε.
Μύρισαν λιβανιές.
Άνθρωπος σου λέει.
Άνθρωπος μη.
Άνθρωπος μη χωριζέτω.
Από την ποιητική συλλογή «Το ύστερα του κόσμου» Εκδόσεις 24 γράμματα