Τριγυρισμένος από όψιμες
σκέψεις
Κίτρινο κερί στην κορυφή μιας
νύχτας καλοκαιρινής
Ο ανθρωπος με τη μάσκα και τα
μάτια τα σταχτιά
Την εικόνα του ζωγράφιζε ξανά
και ξανά.
Δοκίμαζε σταδιακά ελευθερίες,
Λιγωμένος από την άρυθμη
συνέχεια
Με δόση ευμάρειας που μόνο οι
γεωμετρίες φέρνουν
Και γκριζα τελειώματα –
στρατιωτικοί σχηματισμοί για τα
κενά της μνήμης
Και έμοιαζε πότε με
τρυποφράκτη
που μαθαίνει να σκαλίζει την
πυκνή την άνοιξη
πότε σαν κύριος του μεσοπολέμου, αφελής
κι άλλωτε με κούπα κρασιού
αδιαίρετη
στο στόμα ακουμπισμένη με το
δίκιο που φέρνει η ευλάβεια.
Με συνέπεια αποτύπωνε τις
φωναχτές του αγνωσίες
Ιδρώνοντας να ξεφορτωθεί την
εγγενή του συμμετρία
Και έκανε ένα βήμα πίσω να γίνει
αυτός ο πλάστης
Δυο μπροστά να γίνει αυτος ο
γνώστης
Ακόμα και ακανόνιστα,
για υπογραφή βάζει πάντα ένα
σίγμα μισό
πέρασμα για αλλωνών ζωές
ρωγμή σε γέννηση Κυριακάτικη