Αναβάτες της πίστεως
οργώσαν την γη που κατοικούμε
και λερωθήκαν τα παπούτσια τους πολύ.
Μέρα και νύχτα περπατούσαν
ως τη στιγμή
που συναχθήκαν επάνω στα βουνά
μεθυσμένοι απ’του Μυρτώου το νερό
κολυμβητές δεινοί και μαθημένοι από παλιά
σε τρικυμία και φουρτούνα.
Κι όταν το δείλι ήρθε
το σκοτάδι φοβήθηκε το φως
και το κερί έλιωνε τώρα
αργά και σιωπηλά.
Σαν την ευχή
του ταπεινού προσκυνητή
να αξιωθεί και πάλι
να γίνει αναβάτης σε σώμα και ψυχή.
Προσκύνημα..
