Θυμάμαι τα καλοκαίρια στο χωριό.
Ο τόπος μύριζε θυμάρι και ρετσίνι.
Δρόμοι στενοί , παλιοί δρόμοι
μες του Ιούλη την πυρά τους περπατούσαμε
ξυπόλητοι και γυμνοί στα λιόδεντρα ανάμεσα,
τραγουδιστές και σύντεχνοι των τζιτζικιών
με τα ψάθινα καπέλα.
Τα μεσημέρια,
το φωτοστέφανο του ιδρώτα να μας σκέπει
και τ’ απογεύματα γλυκόφιλος αέρας καταπρόσωπος .
Λυτά μαλλιά, λιτή ομορφιά.
Θυμάμαι να ξαπλώνουμε στα στάχυα αδειανοί,
μικροί περιπατητές
αγωνιστές πριν απ’ τη μάχη
ποιητές
στο κατώφλι του σπιτιού.
Τώρα αγγίζω το ίδιο χώμα
ανασαίνω
και θυμάμαι
πόσο δικά μας ήταν
εκείνα τα απλά .