Στα πλάτια της ψυχής μου,
μια σκουριά το μέταλλο μέμφεται.
Παραλλάσει τη γεύση της σιωπής,
όταν η γλύκα μου όξινη κοιμάται.
Οξειδωμένες οι νύχτες
γυαλίζουν στη κουδουνίστρα.
Στο κρεσέντο του πυρετού
όταν διαστέλλονται οι μνήμες,
τότε ακούω τον χαμό.
Τρίζει.
Γκρινιάζει ο χρόνος όταν πεθαίνει.
Μοιρολογά λόγια που ξέμειναν στο βλέμμα
από γεννήσεως κόσμου.
Κι είναι σκουριά τα μάτια μου.
Είναι σκουριά τα χέρια.
Κι όπου κοιτώ,
καράβια με τις λαμαρίνες άρρωστες.
Κι όπου αγκαλιάζω,
ναυάγια.
Από την ποιητική συλλογή «Ήχοι Αθόρυβοι» εκδόσεις Γαβριηλίδη 2016